Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλοκλόπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μηλοκλόπος, επίθ.
  • Που κλέβει πρόβατα:
    • πατριάς … μιξοβαρβάρου τε και μηλοκλόπου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6436).

[<αρχ. ουσ. μήλον (= πρόβατο) + κλέπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες