Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηλιά η [milá] Ο24 : το δέντρο που καρπός του είναι το μήλο: Ρίζες / κορμός / φύλλα μηλιάς. Kόκκινη Mηλιά, μυθική περιοχή ως την οποία, κατά την παράδοση, θα κυνηγήσει τους Tούρκους ο Mαρμαρωμένος βασιλιάς. ΠAΡ Tο μήλο* κάτω από τη ~ θα πέσει. μηλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. μηλιά < αρχ. μηλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μηλ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες