Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηλαδέρφι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηλαδέρφι το [milaδérfi] Ο44α : (λαϊκότρ.) ο ετεροθαλής αδελφός.

[μσν. *αληλλάδελφος (< άλληλ(οι) + αδελφός) > μηλάδελφος (ανομ. [l-l > m-l] & αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > μηλάδερφ(ος) (σύγκρ. αδελφός > αδερφός) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go