Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηλίτης ο [milítis] Ο10 : αλκοολούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση από χυμό φρούτων, ιδίως μήλων. || (ως επίθ.): ~ οίνος.

[λόγ. < ελνστ. μηλίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες