Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηδόλως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μηδόλως, επίρρ.
  • α) Καθόλου:
    • ο δ’ αφανής μοι γέγονε φθεγξάμενος μηδόλως (Διγ. Z 2584
  • β) καθόλου να μην:
    • φροντίδα … εσείς μηδόλως έχετε (Καλλίμ. 2319
  • γ) καθόλου δεν:
    • ανταποδώσω, ει συ τοις αδικούσι σε μηδόλως αντιδίδως (Γλυκά, Στ. 392
  • δ) (επιθετ., μειωτ. για την τάξη των ευνούχων) που δεν έχει φύλο:
    • το γένος το των ευνούχων, το διπλούν ή μάλλον το μηδόλως (Καλλίμ. 2287.)>

[μτγν. επίρρ. μηδόλως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες