Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδικός, επίθ.· πληθ. μηδικαίοι.
-
- Μηδικός:
- μηδικαίοι κίονες (Βίος Αλ. 5242).
[αρχ. επίθ. μηδικός. Ο πληθ. ‑αίοι με επίδρ. επιθ. σε ‑αίος. Η λ. και σήμ.]
- Μηδικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδικός -ή -ό [miδikós] Ε1 : (ιστ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους Mήδους: Mηδικοί πόλεμοι, μεταξύ Ελλήνων και Περσών κατά τον 5ο αι. π.X. || (ως ουσ.) τα Mηδικά, οι μηδικοί πόλεμοι.
[λόγ. < αρχ. μηδικός (ανθρωπων. Μῆδος), τά Μηδικά `οι μηδικοί πόλεμοι΄]



