Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηδενικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενικός -ή -ό [miδenikós] Ε1 : 1. που είναι μηδέν ή που αντιστοιχεί σε αυτό: Mηδενική βάση / κίνηση. Mηδενική δύναμη αριθμού, όταν αυτός έχει ως εκθέτη το μηδέν. || Οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση, από την αρχή, χωρίς τίποτε να θεωρείται δεδομένο, αποφασισμένο. 2. (ως ουσ.) το μηδενικό: α. το μηδέν ως σύμβολο, με το οποίο παριστάνεται ο αριθμός αυτός: Ο αριθμός πεντακόσια γράφεται με ένα πέντε και δύο μηδενικά δεξιά του. β. κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Πήρε μηδενικό στα μαθηματικά. γ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Έκανες ένα μεγάλο μηδενικό, δεν έκανες απολύτως τίποτα. || (για πρόσ.) μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Aισθάνθηκα ένα μηδενικό ύστερα από την απαίσια συμπεριφορά του.

[λόγ. μηδέν -ικός απόδ. γαλλ. nul, zéro]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go