Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηδενίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για μέγεθος ή ποσότητα) μειώνω έτσι ώστε να γίνει ίσο με το μηδέν: Mειώνουμε συνεχώς τη θερμοκρασία, ωσότου αυτή μηδενιστεί. || (επέκτ.) μειώνω πολύ: Mέσα επικοινωνίας που μηδενίζουν το χρόνο / τις αποστάσεις. β. (για μετρητή) κάνω να δείχνει μηδέν: Mηδένισε το κοντέρ και άρχισε από την αρχή το μέτρημα των χιλιομέτρων. 2α. βαθμολογώ με μηδέν: ~ το γραπτό κάποιου. Ο μαθητής που πιάνεται να αντιγράφει μηδενίζεται. β. θεωρώ και αντιμετωπίζω κτ. ως τελείως ασήμαντο: Οι αληθινοί επαναστάτες δε μηδενίζουν τη λαϊκή παράδοση.

[λόγ.: 2: μηδέν -ίζω· 1: σημδ. γαλλ. réduire à zéro]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go