Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδίζω [miδízo] Ρ2.1α : 1. (ιστ.) πηγαίνω με το μέρος των Mήδων, των αρχαίων Περσών. 2. προσχωρώ σε εχθρική, αντίπαλη ή διαφορετική παράταξη.
[λόγ. < αρχ. Μηδίζω]



