Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετωπικός -ή -ό [metopikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το μέτωπο του ανθρώπου: Άγαλμα σε μετωπική στάση, έτσι ώστε να βλέπει ίσια μπροστά, ενώ τα δύο τμήματα του σώματος είναι συμμετρικά μεταξύ τους. || (ανατ.) μετωπιαίος: Mετωπική άρθρωση. β. που γίνεται κατά μέτωπο: Mετωπική επίθεση. Mετωπική σύγκρουση αυτοκινήτων, που γίνεται με το μπροστινό τους τμήμα. 2. που έχει σχέση με τη συμμαχία μεταξύ οργανωμένων ανθρώπινων ομάδων: Mετωπική οργάνωση την οποία υποστηρίζουν όλα τα αριστερά κόμματα. 3. (μετεωρ.) που χωρίζει δύο μάζες αέρα: Mετωπική καταιγίδα / ομίχλη.
μετωπικά ΕΠIΡΡ: Tα δύο οχήματα συγκρούστηκαν ~. [λόγ. μέτωπ(ον) -ικός (1α: μτφρδ. γαλλ. de front, frontal· 1β: μτφρδ. γερμ. frontal)]