Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετρονόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρονόμος ο [metronómos] Ο18 : (μουσ.) το χρονόμετρο2.

[λόγ. < γαλλ. métronom(e) (αρσ.) -ος < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + νόμος (διαφ. το αρχ. μετρονόμοι οἱ `επιθεωρητές μέτρων και σταθμών΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go