Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετρολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετρολογώ.
  • «Μετρώ» κάπ., εξετάζω, περιεργάζομαι κάπ.:
    • να τηνε τριγυρίζουσι, να την μετρολογούσι (Ριμ. Απολλων. [1405]).

[<ουσ. μέτρο + ‑λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες