Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετριαστικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετριαστικός, επίθ.
  • Αστείος, μη σοβαρός:
    • λόγων μετριαστικών και γελοίων (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) ΙΙ 90).

[<αόρ. του μετριάζω + κατάλ. ‑τικός. Τ. μι‑ στο Somav. (μει‑). Η λ. στο Steph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες