Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετριαστικός, επίθ.
-
- Αστείος, μη σοβαρός:
- λόγων μετριαστικών και γελοίων (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) ΙΙ 90).
[<αόρ. του μετριάζω + κατάλ. ‑τικός. Τ. μι‑ στο Somav. (μει‑). Η λ. στο Steph.]
- Αστείος, μη σοβαρός:



