Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετρητά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητά τα [metritá] Ο38 : χρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα και αμέσως, σε αντιδιαστολή με κάθε τίτλο, τραπεζικό ή χρηματιστηριακό: Θα σε πληρώσω με επιταγή, γιατί δεν έχω αρκετά ~.

[λόγ. < ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. μετρητός σημδ. γαλλ. comptent]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go