Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετρημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετρημένα, επίρρ.
  • α) Με μέτρο, όχι υπερβολικά:
    • Είναι καλόν, όταν σπουδάζει κανείς … μετρημένα … Το περίσσιον είναι κακόν (Ροδινός 89
  • β) με μετριοπάθεια, φρόνιμα, συνετά:
    • να ζει … μετρημένα και τακτικά (αυτ. 92).

[<επίθ. μετρημένος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες