Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετρίασμα το· μετρίασμαν· μιτρίασμα.
-
- α) Αστεϊσμός, χωρατό:
- μιτρίασμα μην το πάρεις, το στέμμα το βασιλικόν παίρνει το ο Βελισάρης (Ριμ. Βελ. ρ 89)·
- β) σάτιρα:
- γράφει πολιτικά μετριάσματα (Προδρ. ΙΙ 8)·
- γ) διασκέδαση, ευχαρίστηση:
- να λύσομεν ιεράκια μας εις περδικοκυνήγιν, τάχα διά μιτρίασμαν (Λίβ. Sc. 2082).
[<αόρ. του μετριάζω + κατάλ. ‑μα. Τ. μί‑ στο Somav. (μεί‑). Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- α) Αστεϊσμός, χωρατό:



