Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετοχικός 1 -ή -ό [metoxikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μετοχή ή με το μέτοχο μιας εταιρείας: Mετοχικό κεφάλαιο, χωρισμένο σε μετοχές. Mετοχική εταιρεία, που το κεφάλαιό της είναι μετοχικό. 2. (σπάν.) συμμετοχικός: Mετοχικό ταμείο, ως ονομασία ασφαλιστικών ταμείων: Mετοχικό Tαμείο Στρατού.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός `που έχει σχέση με συνεταιρισμό΄ κατά τη σημ. του μετοχή 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετοχικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετοχή 2: Mετοχική πρόταση, που αντί για ρήμα έχει μετοχή.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός]



