Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετοχετεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετοχετεύω.
  • Μεταφέρω νερό με τάφρο από ένα μέρος σε άλλο:
    • Εκ … του ποταμού ύδωρ μετοχετεύσας παράδεισον εποίησεν (Διγ. Ζ 3779).

[μτγν. μετοχετεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες