Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετοχάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετοχάρης ο· μετοχιάρης.
  • Αγρότης που διαμένει σε μετόχι και το καλλιεργεί:
    • (Κατζ. Ά́ 71).

[<ουσ. μετόχι + κατάλ. ‑άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες