Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετζοσοπράνο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετζοσοπράνο η [medzosopráno] Ο (άκλ.) : η μεσόφωνος.

[ιταλ. mezzo soprano]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες