Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετεωρολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεωρολόγος ο [meteorolóγos] Ο18 θηλ. μετεωρολόγος [meteorolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μετεωρολογία.

[λόγ. < γαλλ. météorologue < météoro(logie) = μετεωρο(λογία) -logue = -λόγος (πρβ. ελνστ. μετεωρολόγος `αστρονόμος΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go