Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετεπιβιβάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεπιβιβάζω [metepivivázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : επιβιβάζω κπ. σε άλλο μεταφορικό μέσο: Tο μπλόκο στη σιδηροδρομική γραμμή υποχρέωσε τους επιβάτες να μετεπιβιβαστούν σε λεωφορείο για να φτάσουν στον προορισμό τους.

[λόγ. μετ(α)- επιβιβάζω μτφρδ. αγγλ. reembark]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες