Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετεξέλιξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεξέλιξη η [metekséliksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετεξελίσσομαι· προοδευτική αλλαγή, εξέλιξη, μεταβολή συνήθ. προς το καλύτερο.

[λόγ. μετ(α)- εξέλιξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. redevelopment]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go