Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεμψυχώνομαι [metempsixónome] Ρ1β : για την αντίληψη ότι η ψυχή μετά το θάνατο του σώματος μεταβιβάζεται σε άλλο σώμα (ανθρώπου, ζώου ή φυτού).
[λόγ. < ελνστ. μετεμψυχοῦμαι (-ούμαι > -ώνομαι)]



