Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετείκασμα το [metíkazma] Ο49 : (φυσ.) το οπτικό αίσθημα που εξακολουθεί να υπάρχει επί ένα δέκατο περίπου του δευτερολέπτου μετά την παύση του ερεθίσματος: Στο ~ στηρίζεται η τεχνική του κινηματογράφου.
[λόγ. μετ(α)- αρχ. εἴκασμα `ομοιότητα΄ μτφρδ. < (;)]



