Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταχρονολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταχρονολογώ [metaxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : βάζω σε ένα έγγραφο χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική. ANT προχρονολογώ: Mεταχρονολογημένη αίτηση / επιταγή.

[λόγ. μετα- χρονολογώ μτφρδ. γαλλ. postdater ή αγγλ. postdate]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go