Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταφυτεύω [metafitévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1. ξεριζώνω φυτό από τη θέση του και το φυτεύω κάπου αλλού: Bραγιές με μικρά φυτά που αργότερα θα τα μεταφυτέψουν. 2. (μτφ.) διαδίδω έννοιες, ιδέες, ήθη, έθιμα κτλ. σε άλλη χώρα ή σε άλλους ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. μεταφυτεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταφυτεύω· ματαφυτεύω.
-
- α) Μεταφυτεύω δένδρο ή φυτό:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 10114)·
- β) φυτεύω με τη μέθοδο της μεταμόσχευσης:
- παίρνουν από τα κλωνάρια τους (ενν. των δένδρων) και ματαφυτεύουν και αύξονται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 36v).
[μτγν. μεταφυτεύω. Τ. ‑εύγω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- α) Μεταφυτεύω δένδρο ή φυτό:



