Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταφραστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταφραστής ο [metafrastís] Ο7 θηλ. μεταφράστρια [metafrástria] Ο27 : αυτός που μεταφράζει: Kαθώς ήξερε ξένες γλώσσες, κατάφερε να προσληφθεί ως ~ σε εφημερίδα. Ο ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου, αυτός που το έχει μεταφράσει.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. μεταφραστής < μεταφρασ- (μεταφράζω) -τής· λόγ. μεταφρασ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταφραστής ο.
  • Αυτός που μεταφράζει ή παραφράζει ένα κείμενο:
    • ο μεταφραστής … Τζέτζης (Ερμον. X 158).

[<αόρ. του μτγν. μεταφράζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. το 12. αι. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go