Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατρέψιμος -η -ο [metatrépsimos] Ε5 : που μπορεί ή που πρόκειται να μετατραπεί: Mετατρέψιμο νόμισμα, που ανταλλάσσεται με χρυσό ή άλλο νόμισμα.
[λόγ. μετατρεψ- (μετατρέπω) -ιμος]



