Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετατρέψιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετατρέψιμος -η -ο [metatrépsimos] Ε5 : που μπορεί ή που πρόκειται να μετατραπεί: Mετατρέψιμο νόμισμα, που ανταλλάσσεται με χρυσό ή άλλο νόμισμα.

[λόγ. μετατρεψ- (μετατρέπω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες