Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταποιητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταποιητικός -ή -ό [metapiitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταποίη ση2.

[λόγ. μεταποίη(σις)2 -τικός (πρβ. ελνστ. μεταποιητικός `ικανός να μετατρέψει΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go