Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπίπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταπίπτω [metapípto] Ρ αόρ. μετέπεσα, απαρέμφ. μεταπέσει : (λόγ.) υφίσταμαι ορισμένη μετάπτωση.

[λόγ. < αρχ. μεταπίπτω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταπίπτω.
  • 1) Μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, αλλάζω:
    • (Σφρ., Χρον. 19424).
  • 2)
    • α) Μετακινούμαι, μεταβαίνω από ένα τόπο σε άλλο· αναχωρώ εκ νέου:
      • αυτός από τον τόπον του ποτέ ου μεταπίπτει (Φυσιολ. (Legr.) 119
      • εμεταπέσαμεν εκ το κατουνοτόπιν (Λίβ. (Lamb.) N 731
    • β) (σε μεταφ.) προκ. για μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη:
      • (Λόγ. παρηγ. L 283
      • να μεταπέσει, να αλλαγεί και να σε συμπαθήσει (Λίβ. (Lamb.) N 248
    • γ) παρασύρομαι:
      • τάχιστα μετέπεσεν ως υπ’ ανέμου κόνις (Γλυκά, Στ. 356).
  • 3) Περιέρχομαι
    • α) (στην εξουσία κάπ.):
      • η βασιλεία … εις άλλον μεταπέσει (Γεωργηλ., Βελ. Λ 83· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 36
      • έμελλον μεταπεσείν τα της τύχης ανδραγαθήμάτα εν χερσί των Τούρκων (Δούκ. 3577
    • β) (προκ. για ψυχική κατάσταση):
      • μετέπεσεν εις ήμερον, το μανικόν αφήκε (Λίβ. N 3013).
  • 4) Ξαναπλαγιάζω:
    • εγερνόμην κι έγραφα και μετέπιπτον πάλιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 717).

[αρχ. μεταπίπτω. Τ. ‑πέφτω σήμ. ποντ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες