Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξόσπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεταξόσπορος ο.
  • Τα αβγά του μεταξοσκώληκα:
    • (Βαρούχ. 84712).

[<ουσ. μετάξι + σπόρος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες