Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταξουργός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταξουργός ο [metaksurγós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με την παραγωγή και την κατεργασία του μεταξιού.

[λόγ. μέταξ(α) + -ουργός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go