Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξένιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μεταξένιος, επίθ.
  • Που είναι από μετάξι, μεταξωτός:
    • μεταξένια σκέπη (Φαλιέρ., Ενύπν. 15).

[<ουσ. μετάξι + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Somav. (λ. ‑ίτικος) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταξένιος -α -ο [metaksénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από μετάξι· μεταξωτός. 2. που μοιάζει με μετάξι: Xτενίζει τα μεταξένια μαλλιά της.

[μσν. μεταξένιος < μετάξ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες