Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετανιωμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετανιωμός ο.
  • α) Αλλαγή γνώμης, απόφασης:
    • (Θυσ. 78
    • Δεν έναι πλιο μετανιωμός εις ό,τι κι ανέ κάμω (Θυσ. 617
  • β) μεταμέλεια:
    • (Πανώρ. Ά 285 κριτ. υπ).

[<μετανιώνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες