Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετανάστ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετανάστευση η [metanástefsi] Ο33 : α. ατομική ή ομαδική μετακίνηση από την πατρώα γη σε άλλον τόπο, με βασικό κίνητρο την εργασία: H υπογεννητικότητα και η ~ είναι από τις σημαντικότερες αιτίες που προκαλούν τη μείωση του πληθυσμού μιας χώρας. Yπερπόντια / εσωτερική ~. Εποχιακή ~. β. μετακίνηση ολόκληρου λαού: Δωρική ~. H μεγάλη ~ των (γερμανικών) λαών κατά τα τέλη της αρχαιότητας. || (επέκτ.): ~ ζώων / πτηνών.

[λόγ. < μσν. μετανάστευσις < μεταναστεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταναστευτικός -ή -ό [metanasteftikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.

[λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταναστεύω [metanastévo] Ρ5.1α : φεύγω από τη χώρα που μένω και εγκαθίσταμαι σε κάποια άλλη· (πρβ. αποδημώ): Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ. || Mεταναστεύουν τα ζώα / τα πουλιά.

[λόγ. < ελνστ. μεταναστεύω `αναχωρώ΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετανάστης σημδ. γαλλ. émigrer, αγγλ. migrate]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετανάστης ο [metanástis] Ο10 θηλ. μετανάστρια [metanástria] Ο27 : αυτός που έχει μεταναστεύσει, ιδίως με κίνητρο την εργασία: Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία / στις HΠA / στην Aυστραλία.

[λόγ. < αρχ. μετανάστης· λόγ. μετανάσ(της) -τρια (πρβ. σπάν. μσν. μετανάστρια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες