Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετανάστης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετανάστης ο [metanástis] Ο10 θηλ. μετανάστρια [metanástria] Ο27 : αυτός που έχει μεταναστεύσει, ιδίως με κίνητρο την εργασία: Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία / στις HΠA / στην Aυστραλία.

[λόγ. < αρχ. μετανάστης· λόγ. μετανάσ(της) -τρια (πρβ. σπάν. μσν. μετανάστρια)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go