Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταμοντέρνος -α -ο [metamodérnos] Ε4 : που χαρακτηρίζεται από στοιχεία μεταμοντερνισμού: Mεταμοντέρνα τέχνη. Mεταμοντέρνο στιλ.
[λόγ. μετα- + μοντέρνος μτφρδ. αγγλ. postmodern]



