Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταμεσονύκτιος -α -ο [metamesoníktios] Ε6 : που υπάρχει ή που γίνεται τη νύχτα, ύστερα από τα μεσάνυχτα: Mεταμεσονύκτιες ώρες. Mεταμεσονύκτια κινηματογραφική προβολή.
[λόγ. μετα- μεσονύκτιος κατά το μεταμεσημβρινός]



