Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταλλουργικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταλλουργικός -ή -ό [metalurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταλλουργία ή με το μεταλλουργό: Mεταλλουργικές εργασίες. Mεταλλουργικά προϊόντα.

[λόγ. < γαλλ. métallurgique < metallurg(ie) = μεταλλουρ γ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go