Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεταλλεύω.
  • Εκμεταλλεύομαι μεταλλεία, ορυχεία:
    • (Δούκ. 20917).

[αρχ. μεταλλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες