Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετακόμιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετακόμιση η [metakómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακομίζω: Θέλει να έχει δικό του σπίτι για να αποφύγει τις μετακομίσεις.

[λόγ. < ελνστ. μετακόμι(σις) `μεταφορά΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go