Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταθανάτιος -α -ο [metaθanátios] Ε6 : που υπάρχει ή που γίνεται ύστε ρα από το θάνατο: Ενδιαφέρεται για τη μεταθανάτια φήμη του. Πίστη στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής.
[λόγ. φρ. μετά θάνατ(ον) -ιος]



