Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταθέτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταθέτω [metaθéto] -ομαι, μετατίθεμαι [metatíθeme] Ρ αόρ. μετέθεσα και μετάθεσα, απαρέμφ. μεταθέσει, παθ. μετατίθεμαι, μετατίθεσαι, μετατίθεται, μετατιθέμεθα, μετατίθεστε, μετατίθενται, και (προφ.) μεταθέτομαι, αόρ. μετατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετετέθη, μετετέθησαν, απαρέμφ. μετατεθεί, μππ. μετατεθειμένος* : 1. μετακινώ από μια θέση σε άλλη, κυρίως μτφ.: ~ το πρόβλημα, από χρονική ή άλλη άποψη. ~ ευθύνες, σε άλλο πρόσωπο. 2. μετακινώ υπάλληλο από μια οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη: Zητάει να τον μεταθέσουν στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί μένει η οικογένειά του. || ~ στρατιώτη, τον μετακινώ σε άλλη μονάδα. 3α. αναβάλλω για ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ την ημερομηνία της συνάντησης υπουργών. β. μετακινώ γιορτή ή αργία σε άλλη ημερομηνία: Όταν η γιορτή του Aγίου Γεωργίου πέφτει πριν από το Πάσχα, μετατίθεται και εορτάζεται τη Δευτέρα του Πάσχα.

[λόγ. < αρχ. μετατίθη μι `αλλάζω τη θέση΄ μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, αρχ. μετατίθεμαι (2: σημδ. γερμ. versetzen ή γαλλ. déplacer)]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταθέτω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Μετατοπίζω κ., μεταφέρω κ. σε άλλη θέση:
      • Προς την δευτέραν τράπεζαν μετέθηκεν εκείνα (Καλλίμ. 401
      • φρ. μεταθέτω νουν = «χάνω» το μυαλό, το λογικό (μου):
        • (Βυζ. Ιλιάδ. 1154 (έκδ. νουν αμ)).
    • 2)
      • α) Μετακινώ κάπ. από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη:
        • Περί εξουσίας του βασιλέως ότι δύναται να μεταθέσει τας επαρχίας (Βακτ. αρχιερ. 152
      • β) (προκ. για την ιεροτελεστία της μετάθεσης επισκόπου):
        • (Βελλερ., Επιστ. 5543).
    • 3) (Θρησκ.) αναλαμβάνω (στους ουρανούς), «μετοικίζω»:
      • ο Ενώχ, όστις εμετετέθη …, 'ς παράδεισον επέμφθη (Χούμνου, Κοσμογ. 411).
    • 4) Μεταβιβάζω, παραχωρώ:
      • Περί εγκαλεσίας κτήματος, οπού μετατεθεί και παραδοθεί εις άλλον (Βακτ. αρχιερ. 150).
    • 5) Αλλάζω, μεταβάλλω:
      • τον λόγον της τον πρωτινόν ποσώς να μεταθέσει (Ιμπ. 321
      • να μεταθέσει τον θυμόν και να σε συμπαθήσει (Λίβ. Esc. 203).
    • 6) Αναστατώνω, κάνω άνω κάτω:
      • τον κόσμον αφανίσα, την γην εμεταθέκασι όπου κι αν επατήσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18710).
  • II. Μέσ.
    • 1) Μετατοπίζομαι, μετακινούμαι· (εδώ μεταφ.):
      • αν ουδέν μετατεθείς από το αγέρωχόν σου, ιδού απεδά φονεύομαι (Λίβ. N 1485).
    • 2) Αλλάζω διάθεση απέναντι σε κάπ.:
      • να μετατεθεί (ενν. η Δυστυχία) … εις εσέναν και να 'χεις παρηγόρημα (Λόγ. παρηγ. L 486).

[<αρχ. μετατίθημι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες