Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταδοτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μεταδοτικός, επίθ.
  • Που δίνει πρόθυμα· γενναιόδωρος:
    • (Τριβ., Ρε 26
    • την φιλαργυρίαν … να την αφήσετε και να είστεν μεταδοτικοί … προς τους επτωχούς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 351v).

[αρχ. επίθ. μεταδοτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταδοτικός -ή -ό [metaδotikós] Ε1 : (για αρρώστια) που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο· κολλητικός· (πρβ. μολυσματικός): Mεταδοτικές ασθένειες. Mεταδοτικά νοσήματα. || (επέκτ.): Ο φόβος / ο ενθουσιασμός είναι ~.

[λόγ. < αρχ. μεταδοτικός `που δίνει απλόχερα΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετάδοση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go