Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταγωγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταγωγή η [metaγojí] Ο29 : μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία: ~ κρατουμένων, ιδίως από μια φυλακή σε άλλη. Tο (τμήμα) μεταγωγών, αστυνομική υπηρεσία που φροντίζει για τη μεταφορά των κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. μεταγωγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go