Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταβάνω· ματαβάνω.
-
- 1) Βάζω, τοποθετώ κ. ξανά:
- Ματαβάλ’ το (ενν. το χέρι) πάλε εις τον κόρφον σου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157r).
- 2) Μεταφέρω κ. από ένα μέρος σε άλλο:
- (Αποκ. Θεοτ. II 124-5).
[<πρόθ. μετά + βάνω. Πβ. μεταβάλλω]
- 1) Βάζω, τοποθετώ κ. ξανά: