Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταίχμιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταίχμιο το [metéxmio] Ο41 : το διαχωριστικό σημείο ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή διαφορετικά πράγματα ή καταστάσεις: Είναι / βρίσκεται κτ. στο ~.

[λόγ. < αρχ. μεταίχμιον `διάστημα ανάμεσα σε δύο αιχμές, αντίπαλα στρατόπεδα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go