Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάξι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετάξι το [metáksi] Ο44 : υφαντική ύλη που παράγεται με ειδική επεξεργασία από μια νηματοειδή ουσία, η οποία εκκρίνεται από το μεταξοσκώληκα· φυσικό μετάξι: Παραγωγή μεταξιού. Ύφασμα από ~. Tεχνητό ~. Mαλλιά απαλά σαν ~, μεταξένια. || (επέκτ.) για μεταξωτή κλωστή, μεταξωτό ύφασμα ή ρούχο: Tην έντυσε στο ~, της εξασφάλισε πολυτελή διαβίωση.

[μσν. ή ελνστ. μετάξιον υποκορ. του ελνστ. μέταξα]

[Λεξικό Κριαρά]
μετάξι το· μετάξιν.
  • 1) Μετάξι (ακατέργαστο):
    • Να ετυλίξεις άκλωστο ράμμα ή μετάξιν (Ιατροσ. κώδ. χκγ́).
  • 2) Μετάξι (κατεργασμένο):
    • (Ασσίζ. 23711, 48722).
  • 3) Μεταξωτή κλωστή:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 11295
    • ήκανε γάζωμα με μετάξι (Ερωτόκρ. Β́ 610).
  • 4) Μεταξωτό ύφασμα:
    • σκλάβα … 'νδυμένη από σκαρλάτο και 'πό μετάξι (Εβρ. ελεγ. 170).
  • 5) (Προκ. για κ. ωραίο, πολύτιμο)
    • α) (ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
      • (Ch. pop. 299
    • β) έκφρ. μαλλιά μετάξι = μαλλιά πολύ απαλά:
      • (Ch. pop. 402).

[παλαιότ. ουσ. μετάξιον (6. αι., Soph.) <ουσ. μέταξα + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταξιατικόν το.
  • Φόρος που πλήρωναν οι πωλητές για το μετάξι:
    • εις απαιτήσεις … μεταξιατικού (Ψευδο-Σφρ. 54027 (βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 220-1)).

[<ουσ. μετάξι(ο)ν + κατάλ. ‑ιατικόν. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταξικός -ή -ό [metaksikós] Ε1 : που αναφέρεται στο πολιτικό καθεστώς του Iωάννη Mεταξά: Mεταξική δικτατορία. ~ νόμος.

[λόγ. (Iωάννης) Μεταξ(άς) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
μετάξιν το,
βλ. μετάξι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετάξινος -η -ο [metáksinos] Ε5 : μεταξωτός.

[λόγ. μέταξ(α) -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες