Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετάγγιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετάγγιση η [metángisi] Ο33 : 1. (λόγ.) η διοχέτευση υγρού από ένα δοχείο σε άλλο. 2. ~ αίματος, ενδοφλέβια χορήγηση ξένου αίματος στο κυκλοφοριακό σύστημα ζωντανού οργανισμού: Έπαθε αιμορραγία και γι΄ αυτό χρειάστηκε να του κάνουν ~ αίματος.

[λόγ. μεταγγι- (μεταγγί ζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go